ολιγόχους

ολιγόχους
ὀλιγόχους, -ουν και -οος, -οον (Α)
1. ολιγόσπερμος
2. (για δημητριακά) αυτός που φέρει λίγους καρπούς («διὸ καὶ πυροὶ κριθῶν ὀψιέστεροι καὶ ὀλιγοχούστεροι», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό)- (βλ. λ. λιγο-) + χόος / χοῦς (< χέω), πρβλ. επτά-χους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ολιγοχοώ — ὀλιγοχοῶ, έω (Α) [ολιγόχους] είμαι ολιγόχους* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”